You are currently viewing Τέλος της λιτότητας ή τέλος (μιας ακόμη) αυταπάτης;

Τέλος της λιτότητας ή τέλος (μιας ακόμη) αυταπάτης;

Άρθρο του Γρηγόρη Σαμπάνη*

Στην ελληνική πολιτική ζωή, μαθαίνουμε να ζούμε με δύο αλήθειες: την… αληθινή αλήθεια και την «αλήθεια» των non paper του Μαξίμου.

 

Στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, όλος ο πλανήτης κατάλαβε ότι συμφωνήθηκε να επιστρέψουν στην Αθήνα οι τεχνοκράτες των Θεσμών, επειδή η κυβέρνηση δέχθηκε αυτό που ως τώρα διεκήρυσσε ότι θα αρνηθεί μέχρις εσχάτων: Nα συζητήσει πώς (και όχι αν) θα εφαρμοσθούν τα σκληρά μέτρα που ζητά το ΔΝΤ για μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου.

Αυτή είναι η απλή και κοινώς αντιληπτή αλήθεια για τη «συμφωνία» της 20ης Φεβρουαρίου. Πριν, όμως, προλάβει να φθάσει ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ στην αίθουσα όπου θα ενημέρωνε τους δημοσιογράφους, το Μαξίμου έθεσε σε κυκλοφορία ένα non paper, όπου παρουσίασε τη δική του… μετα-αλήθεια (post truth, που λένε και οι Αμερικανοί): Ότι το Eurogroup δεν συμφώνησε να συζητηθούν νέα μέτρα λιτότητας, αλλά συμφώνησε για το… τέλος της λιτότητας στην Ελλάδα!
Έδωσε μάλιστα το Μαξίμου στη δημοσιότητα και το… μαθηματικό τύπο που διέπει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου: Για κάθε μέτρο λιτότητας μετά το 2018, θα εφαρμοσθεί και ένα μέτρο δημοσιονομικής επέκτασης, άρα το τελικό αποτέλεσμα θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερο. Άρα, «ούτε ευρώ πρόσθετης λιτότητας». Ο Αλέξης Τσίπρας δικαιώθηκε!

Και ο λιγότερο ενημερωμένος περί τα οικονομικά Έλληνας πολίτης αντιλαμβάνεται εύκολα ότι πρόκειται για προπαγανδιστικές κατασκευές, μέσα στις οποίες μια πολιτικά αμήχανη κυβέρνηση πασχίζει να κρύψει την όχι ιδιαίτερα επιτυχή κατάληξη των  διαπραγματεύσεων.
Άλλωστε, ο κ. Ντάισλεμπλουμ, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για το αν ισχύει το ελληνικό αφήγημα περί «τέλους της λιτότητας», αρκέσθηκε να πει ότι ο ίδιος δεν είπε κάτι τέτοιο. Ο δε Ευκλείδης Τσακαλώτος απέφυγε να ενημερώσει τους δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, όπως κάνει πάντα μετά τις συνεδριάσεις του Eurogroup, προφανώς επειδή θα δυσκολευόταν να υποστηρίξει τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις του αθηναϊκού non paper.

Μια επικίνδυνη φαντασίωση για το ΔΝΤ

Πέρα από τα τεχνάσματα της πολιτικής επικοινωνίας, υπάρχει η ουσία των όσων συμφωνήθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου. Και η ουσία είναι ότι πάλι η κυβέρνηση, όπως ομολογημένα από τον πρωθυπουργό έκανε και κατά το α’ εξάμηνο του 2015, βάσισε τη στρατηγική της έναντι των δανειστών σε μια επικίνδυνη αυταπάτη -αυτή την φορά για το ρόλο του ΔΝΤ στο οικονομικό πρόγραμμα.

Το καλοκαίρι του 2015, η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα κατέληξε με τους Ευρωπαίους δανειστές σε μια συμφωνία, που είχε μια σοβαρή κατασκευαστική ατέλεια, ή -αν το δούμε αλλιώς- έκρυβε μια επικίνδυνη για την Ελλάδα αντίφαση: ήταν μια συμφωνία την οποία απέρριπτε το ΔΝΤ, επειδή δεν πίστευε ότι μπορεί η Ελλάδα να πετύχει πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και θεωρούσε ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές όφειλαν να αποδεχθούν μια ελάφρυνση χρέους «που θα ξεπερνούσε ο,τιδήποτε είχε συζητηθεί ως τότε».

Παρά ταύτα, ακρογωνιαίος λίθος του τρίτου προγράμματος (και εδώ έγκειται η επικίνδυνη αντίφαση) ήταν, όπως ρητά αναφερόταν στο μνημόνιο, η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου όχι με απλό ρόλο συμβούλου, αλλά με την παροχή νέας χρηματοδότησης.

Αποδέχθηκε, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση να τοποθετηθεί στα θεμέλια του προγράμματος που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους μια βραδυφλεγής βόμβα, που αργά ή γρήγορα θα έσκαγε: στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, ή το αργότερο της δεύτερης, θα ήταν υποχρεωμένη να συζητήσει με το Ταμείο τις δικές του αξιώσεις για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα και να τις ικανοποιήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει πραγματικότητα αυτή η συμμετοχή.

Από την πλευρά του, το Ταμείο επαναλαμβάνει εδώ και δύο χρόνια περίπου τα ίδια πράγματα. Για να το θέσουμε όπως το είχε πει ο Πόουλ Τόμσεν στην Ντέλια Βελκουλέσκου, σε εκείνη την τηλεφωνική συνδιάλεξη που αποκαλύφθηκε από τα Wikileaks, το ΔΝΤ δεν θα αποδεχόταν αστεία μέτρα («Mickey Mouse stuff»). Θα επέμενε μέχρι τέλους σε επώδυνα μέτρα, όπως η μείωση του αφορολόγητου ορίου και των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων.

Μπροστά σε αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα, δηλαδή στην αναγκαιότητα να λάβει μέτρα που υποδεικνύει το ΔΝΤ, ακόμη και αν εφαρμόζει με επιτυχία (σε επίπεδο επίτευξης δημοσιονομικών στόχων, τουλάχιστον) το πρόγραμμα που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους, η κυβέρνηση όρθωσε μια… αυταπάτη: Οτι θα μπορούσε να καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις με τις αρνήσεις των μέτρων του ΔΝΤ, μέχρι που (με μαγικό τρόπο….) το Ταμείο θα συμφωνούσε με τους Ευρωπαίους για την αποχώρησή του από το πρόγραμμα, μένοντας σε ένα ρόλο «δύστροπου» τεχνικού συμβούλου, που συνεχώς θα γκρινιάζει και ουδέποτε θα εισακούεται.

Και αυτή η αυταπάτη θρυμματίσθηκε από την πραγματικότητα, όπως είχε συμβεί με την αυταπάτη περί υπερήφανης διαπραγμάτευσης, που θα έδινε τέλος στα μνημόνια. Ο Β. Σόιμπλε προειδοποίησε ανοικτά ότι πρόγραμμα δεν υπάρχει χωρίς το ΔΝΤ και χωρίς πρόγραμμα θα άνοιγαν πάλι οι συζητήσεις για Grexit. Και στις 20 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να κάνει αυτό που αρνείται από την αρχή της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος: Να συζητήσει με την ομάδα Τόμσεν όχι «αν», αλλά «πώς» θα εφαρμοσθούν οι μειώσεις στο αφορολόγητο και στις συντάξεις.

Να μη χαθεί άλλος χρόνος

Κάθε λογικός παράγοντας που κινείται σε αυτή την ταλαιπωρημένη οικονομία εύχεται να μη χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος, επειδή η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποδείξει τη βασιμότητα κάποιας άλλης αυταπάτης.
Ήδη, το κόστος της αυταπάτης για την υποτιθέμενη αποχώρηση του Ταμείου είναι πολύ βαρύ.

• Η δεύτερη αξιολόγηση, αν κλείσει τον Απρίλιο, θα έχει κλείσει με καθυστέρηση 14 μηνών.
• Ο κίνδυνος να περάσουμε σε αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 είναι ορατός. Αν συμπληρωθούν δύο συνεχή τρίμηνη συρρίκνωσης θα έχουμε περάσει επίσημα σε νέα ύφεση.
• Το τραπεζικό σύστημα δοκιμάζεται πολύ σκληρά από τις καθυστερήσεις και κινδυνεύουμε να εκτροχιασθούν τα επιχειρησιακά σχέδια που εφαρμόζονται με αυστηρή εξωτερική επιτήρηση.
• Οι συντελεστές της οικονομίας, από τη μεγαλύτερη επιχείρηση ως τον τελευταίο εργαζόμενο, δοκιμάζονται επίσης, ενώ οι επενδυτές αποθαρρύνονται.

Ας μην προσπαθήσει, λοιπόν, η κυβέρνηση, μέσα από μια ακόμη, δήθεν ηρωική διαπραγμάτευση με το ΔΝΤ, να επιβεβαιώσει τις φαντασιώσεις περί τέλους της λιτότητας. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι το τέλος της λιτότητας δεν έχει έλθει, ούτε και μπορεί να έλθει με μαγικό τρόπο, επειδή το έγραψε η κυβέρνηση σε κάποιο non paper. Η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι περιοριστική για πολλά χρόνια, από τη στιγμή που η χώρα είναι υποχρεωμένη να πετυχαίνει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, για να καλύπτει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.

Οι πολίτες έχουν την ωριμότητα να μην περιμένουν θαύματα, έχουν διδαχθεί πολλά και με επώδυνο τρόπο από τα λάθη και τα ψεύδη των «θαυματοποιών». Αυτό που περιμένουν, προσεγγίζοντας με ρεαλισμό την πραγματικότητα, είναι να σπάσουν τα δεσμά αυτής της αέναης (και εντέλει αναποτελεσματικής) διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, να σταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό περιβάλλον και να προχωρήσουν οι επενδύσεις, με αιχμή τις ιδιωτικοποιήσεις. Για να μπούμε επιτέλους σε τροχιά ανάκαμψης.
Αν μπορεί αυτή η κυβέρνηση ας φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Αν όχι, ας αφήσει το τιμόνι σε όποιους μπορούν.

 

___________________

* Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τράπεζας

(www.sofokleousin.gr,24-02-2017)