Γνωμοδότηση για ΤΥΠΑΤΕ – ΕΛΕΜ καθ. Αγγ. Στεργίου

Άγγελος Στεργίου
Καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης
Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Γνωμοδότηση

Το προσωπικό της ΑΤΕ υπαγόταν για κύρια σύνταξη στο ΤΣΠ-ΑΤΕ και για επικουρική στον «Ειδικό Λογαριασμό Επικούρησης Μελών Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας» (ΕΛΕΜ) που είχε συσταθεί στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού ΑΤΕ (ΤΥΠΑΤΕ) (ΝΠΙΔ). Σκοπός του Ειδικού Λογαριασμού ήταν η παροχή μηνιαίας επικούρησης και άλλων βοηθημάτων, όπως προβλέπονται από τον Κανονισμό του και το νόμο, στα μέλη του που συνταξιοδοτούνταν από το Ταμείο Συντάξεων της ΑΤΕ και κατόπιν από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (άρθρα 3 του Καταστατικού ΤΥΠΑΤΕ και 1 του Κανονισμού του ΕΛΕΜ).

Με το ν. 3522/06 (άρθρο 38, παρ. 2), από 1-1-2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΕΛΕΜ υπήχθησαν στο ΕΤΑΤ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/05 και των ομοίων του Π.Δ. 209/06. Όπως προκύπτει από τις προηγούμενες διατάξεις, όσοι είχαν προσληφθεί στην οικεία Τράπεζα μέχρι 31/12/04, ανεξάρτητα της ιδιότητάς τους ως «παλαιών» ή «νέων» ασφαλισμένων, καθώς και οι συνταξιούχοι του ΕΛΕΜ υπήχθησαν υποχρεωτικά στο ΕΤΑΤ. Οι προσληφθέντες στην ΑΤΕ από 1/1/05 και εφεξής υπήχθησαν υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ (άρθρο 58, παρ. 1 α’ ν. 3371/05, νυν ΕΤΕΑ).

Παρά την ένταξη των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του ΕΛΕΜ στο ΕΤΑΤ, ο Λογαριασμός δεν διαλύθηκε, αλλά διατήρησε την περιουσιακή του αυτοτέλεια. Εξακολουθεί και μετά το ν. 3522/06 να αποτελεί έναν ειδικό Λογαριασμό του Ταμείου Υγείας Προσωπικού ΑΤΕ, χωρίς ιδία νομική προσωπικότητα, που διέπεται από το Καταστατικό του Ταμείου και τον Κανονισμό παροχών, και διοικείται από πενταμελή Διαχειριστική Επιτροπή.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Μου τέθηκαν από το Σύλλογο Εργαζομένων Τράπεζας Αγροτικής Πειραιώς (ΣΕΤΑΠ) τα εξής ερωτήματα :

  1. Ποιοι είναι δικαιούχοι επιστροφής εισφορών; Είναι οι εν ενεργεία υπάλληλοι ή/ και οι συνταξιούχοι ;
  2. Αν είναι και οι συνταξιούχοι, η επιστροφή αφορά τόσο αυτούς που συνταξιοδοτήθηκαν πριν το ν.3371/05 όσο κι αυτούς που συνταξιοδοτήθηκαν μετά ;
  3. Σε περίπτωση επιστροφής εισφορών, αυτή θα αφορά εισφορές εργαζομένων ή το σύνολο των εισφορών (μαζί δηλαδή με τις εργοδοτικές) ;
  4. Μπορεί να γίνει επιστροφή του συνόλου των αποθεματικών που διατηρεί ο ΕΛΕΜ;
  5. Η επιστροφή εισφορών στους δικαιούχους μπορεί να επηρεάσει τη λήψη από αυτούς της επικουρικής  σύνταξης;


ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

     Επί των ανωτέρω ερωτημάτων έχω την ακόλουθη γνώμη :

Ι. Οι ασφαλισμένοι του ΕΛΕΜ που δικαιώθηκαν από τον ίδιο ή θα δικαιωθούν από το ΕΤΑΤ (νυν ΕΤΕΑ) επικουρικής σύνταξης, δεν δύνανται να απαιτήσουν επιστροφή των εισφορών τους

Ο ΕΛΕΜ ως ιδιωτικός ασφαλιστικός οργανισμός και συγκεκριμένα ως ειδικός Λογαριασμός εντός αλληλοβοηθητικού Ταμείου έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση το άρθρο 12, παρ. 1 Συντ/τος που κατοχυρώνει το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τα έναντι των οποίων δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών τους καθορίζονται δικαιοπρακτικώς με το καταστατικό (ΣτΕ Ολομ. 5024/87), και δεν περιορίζεται από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντ/τος που αναφέρεται μόνο στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Στο πλαίσιο της αυτονομίας αυτής, είναι, κατ’ αρχήν, ισχυρή και έγκυρη διάταξη του Καταστατικού που επιτρέπει στα μέλη του την επιστροφή των εισφορών τους (Πρβλ. Α.Π. 1466/99, ΔΕΝ 2000, σελ. 440).

     Το άρθρο 14 του Κανονισμού του ΕΛΕΜ προβλέπει την επιστροφή εισφορών στους ασφαλισμένους, όπως και στους δικαιοδόχους τους, που για οποιοδήποτε λόγο δεν δικαιούνται μηνιαία επικούρηση. Για να επιστραφούν οι καταβληθείσες εισφορές θα πρέπει να συγκεντρώνονται δύο όροι : α) οι ενδιαφερόμενοι να είχαν την ιδιότητα του ασφαλισμένου του Λογαριασμού και επομένως να είχαν εισφέρει στον Λογαριασμό για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών, και β) να μη δικαιούνται για οποιονδήποτε λόγο επικουρική σύνταξη από τον ΕΛΕΜ ή από τον οργανισμό που έχει υπεισέλθει στις υποχρεώσεις του. Το άρθρο αυτό δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί στην αποχώρηση των μελών, αλλά απαιτεί τη μη θεμελίωση δικαιώματος στην επικούρηση κατά το χρόνο λήξης της συνολικής τους ασφαλιστικής σχέσης.

Μάλιστα, το δικαίωμα επιστροφής των εισφορών εξαρτάται, στο πλαίσιο μιας ανταποδοτικής λογικής, από το συνταξιοδοτικά αναξιοποίητο χρόνο ασφάλισης που έχουν πραγματοποιήσει οι εργαζόμενοι στην ασφάλιση του ΕΛΕΜ. Κατά το άρθρο 14 Κανονισμού, αν ο ασφαλισμένος έχει χρόνο ασφάλισης περισσότερο από τρία και λιγότερο από πέντε έτη, οι εισφορές επιστρέφονται άτοκα. Αν ο ασφαλισμένος έχει χρόνο ασφάλισης περισσότερο από πέντε έτη και λιγότερο από δέκα πέντε έτη, οι εισφορές επιστρέφονται έντοκα, με 4% το χρόνο, από το τέλος κάθε χρόνου, χωρίς ανατοκισμό. Τέλος, αν ο ασφαλισμένος έχει χρόνο ασφάλισης περισσότερο από 15 έτη, οι εισφορές επιστρέφονται αυξημένες κατά 50%, έντοκα με 4% το χρόνο από το τέλος κάθε χρόνου, χωρίς ανατοκισμό.

Επομένως, από το άρθρο 14 Κανονισμού δεν προκύπτει ότι οι συνταξιούχοι έχουν δικαίωμα επιστροφής, αφού δικαιώθηκαν σύνταξης, όσον αφορά δε τους ασφαλισμένους, θα πρέπει να διερευνηθεί αν θα αποκτήσουν, κατά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, δικαίωμα σύνταξης από τον ΕΛΕΜ ή από άλλο φορέα, όπως εν προκειμένω το ΕΤΑΤ, ο οποίος θα υπεισέλθει στις υποχρεώσεις του εν λόγω Λογαριασμού και θα συνεχίσει την έννομη σχέση της επικουρικής ασφάλισης. Όταν ο Κανονισμός αναφέρει ότι «δεν δικαιούνται μηνιαία επικούρηση», δεν εννοεί μόνο από τον ΕΛΕΜ. Κάθε φορά που ο χρόνος ασφάλισης στον Λογαριασμό αξιοποιείται είτε μέσω του θεσμού της διαδοχικής ασφάλισης, είτε με άλλο τρόπο, όπως εν προκειμένω με τη θεμελίωση δικαιώματος στο ΕΤΑΤ, δεν γεννάται καμία αξίωση επιστροφής των εισφορών.

Οι ασφαλισμένοι, με τους περιορισμούς του άρθρου 14 του Κανονισμού, δικαιούνται να αξιώσουν την απόδοση των ατομικών ασφαλιστικών εισφορών τους, σε περίπτωση ματαίωσης του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή εφόσον δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα μηνιαίας επικούρησης, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο άρθρο 12, κατά το χρόνο λήξης της ασφαλιστικής τους σχέσης (ΕφΑθ 6078/2001, ΕΔΚΑ 2001, σελ. 920). Αναγκαία είναι η υπόμνηση ότι με την ένταξη των ασφαλισμένων του ΕΛΕΜ στο ΕΤΑΤ δεν έληξε η ασφαλιστική τους σχέση με τον ειδικό Λογαριασμό, αλλά απλώς μεταβιβάστηκε εκ του νόμου αυτούσια στο ΕΤΑΤ (νυν ΕΤΕΑ). Ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε στον ΕΛΕΜ, χρησιμοποιείται για χορήγηση σύνταξης από το ΕΤΕΑΜ και το ΕΤΑΤ. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 61 περ. β’ του ν. 3371/05, οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται. Η μόνη μεταβολή αφορά την εισφορά της Τράπεζα της παρ. 1 του άρθρου 8 του Καταστατικού του ΕΛΕΜ που μειώνεται σταδιακά και ισόποσα από  9% σε 7,5% εντός τριών (3) ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007 (άρθρο 38 ν. 3522/06).

Ομοίως, αν ο ασφαλισμένος επιλέξει την εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, δεν δύναται να ασκήσει και το δικαίωμα επιστροφής των εισφορών. Ως γνωστόν, ο νομοθέτης, τα ταμεία τα οποία στηρίζονται στην ιδιωτική βούληση, άλλοτε μεν τα ανήγαγε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), άλλοτε δε, χωρίς να τα έχει αναγάγει σε ΝΠΔΔ, τα αντιμετώπισε ως ασφαλιστικούς οργανισμούς, ομολόγους προς φορείς δημοσίας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι ειδικοί λογαριασμοί του προσωπικού των τραπεζών που λειτουργούν ως ιδιωτικοί φορείς επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης πριν από τη δημοσίευση ν.1902/90, εφόσον χορηγούν στους ασφαλισμένους περιοδικές παροχές με μορφή συντάξεων και εφόσον τα έσοδά τους από εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικούς πόρους ή άλλες επιχορηγήσεις υπερβαίνουν τα έσοδα που προέρχονται από εισφορές των ασφαλισμένων τους, υπάγονται στις ρυθμίσεις της διαδοχικής ασφάλισης (Α.Π. 1466/99, ΕΕργΔ 59, σελ. 1100, ΣτΕ 1059/95, ΕΔΚΑ ΛΖ’, 478). Να θυμίσουμε ότι η εφαρμογή του θεσμού της διαδοχικής ασφάλισης, ο οποίος αποσκοπεί στην προστασία του ασφαλισμένου από την απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν είναι γι’ αυτόν υποχρεωτικός,αλλά απόκειται στην ελεύθερη επιλογή του τελευταίου (ΣτΕ 2803/90, ΔΕΝ 47, σελ. 1078, ΕφΑθ 6078/01, ΕΔΚΑ 2001, σελ. 920).

Για την ερμηνεία του Καταστατικού του Ταμείου και του Κανονισμού του ειδικού Λογαριασμού θα πρέπει να προσφύγουμε και στις ερμηνευτικές των δικαιοπραξιών διατάξεις (Α.Π. 548/12, ΧρΙδ 2012, σελ. 655). Ειδικότερα, κατά την ερμηνεία του Κανονισμού –όπως και στην περίπτωση ερμηνείας Καταστατικού σωματείου- ακολουθείται η αντικειμενική μέθοδος (άρθρο 200 ΑΚ, Ι. Καρακατσάνης, ΕρμΑΚ άρθρο 80, αρ. 52). Αναζητείται δηλαδή το αντικειμενικό περιεχόμενο της ερμηνευόμενης διάταξης. Το άρθρο 14 Κανονισμού θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του σκοπού του Λογαριασμού. Αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του Ταμείου και κατ’ επέκταση του Λογαριασμού έχει ο σκοπός του και τα δικαιολογημένα συμφέροντα των μελών. Αυτός ο σκοπός συνίσταται, ανάμεσα στα άλλα, στην παροχή προστασίας υπό τη μορφή μηνιαίας επικούρησης. Επομένως, αφού οι συνταξιούχοι έλαβαν και οι ασφαλισμένοι θα λάβουν επικουρική σύνταξη, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΕΛΕΜ που διατηρούνται σε ισχύ και μετά την ένταξή του στο ΕΤΑΤ (νυν ΕΤΕΑ), έχει κατά βάση εκπληρωθεί ο σκοπός του Λογαριασμού. Η ενδεχόμενη επιστροφή και των ασφαλιστικών εισφορών θα συνιστούσε εμφανώς μια αντίθετη στο Καταστατικό υπερ-προστασία.

Η διάταξη του Κανονισμού του ΕΛΕΜ (άρθρο 14) για την επιστροφή των εισφορών, με όλες τις διαβαθμίσεις που αυτή περιέχει ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, απορρέει, σε ορισμένη έκταση, από μια ratio «ανταποδοτικότητας». Σύμφωνα με τη λογική αυτή, το ποσό της σύνταξης εξαρτάται από τα χρόνια ασφάλισης που έχει διανύσει ο ασφαλισμένος στον ΕΛΕΜ. Αυτό αντανακλάται και στον τρόπο καθορισμού της επικούρησης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 11 του Κανονισμού. Προεχόντως η επικουρική κοινωνική ασφάλιση χαρακτηρίζεται από μια αντιστοιχία εισφορών-παροχών. Ανταπόδοση εισφορών με παροχές υπάρχει, όταν οι κανόνες δικαίου ή οι προβλέψεις του Καταστατικού ορίζουν τις πρώτες ως προϋπόθεση για τις δεύτερες[1]. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν οι πρώτες είναι καθοριστικές για το ύψος των δευτέρων. Με ταυτόχρονη χορήγηση εισφορών και παροχών ανατρέπεται η οποιαδήποτε ανταποδοτικότητα υπέρ του ασφαλισμένου και μετατρέπεται το αλληλοβοηθητικό ταμείο σε μια κερδοσκοπική οργάνωση.

Με άλλα λόγια, άμεση συνέπεια της ανωτέρω «ανταποδοτικότητας»-αντιστοιχίας είναι ότι το δικαίωμα και η έναρξη καταβολή των παροχών (της επικουρικής σύνταξης) εξαρτάται από τη συμπλήρωση των απαραίτητων περιόδων ασφαλιστικών εισφορών. Ακόμη, ανταποδοτικότητα σημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η καταβολή των παροχών και η ταυτόχρονη επιστροφή των εισφορών που αποτελούν τον όρο για τη χορήγησή τους. Ειδάλλως, η ενδεχόμενη καταβολή των εισφορών θα σήμαινε και εξαφάνιση του δικαιολογητικού λόγου της μηνιαίας επικούρησης.

Αν γινόταν δεκτή η επιστροφή των ασφαλιστικών εισφορών, σε όσους δικαιώθηκαν ή θα δικαιωθούν επικουρικής σύνταξης, ουσιαστικά θα επρόκειτο για ανεπίτρεπτη διανομή της περιουσίας του Λογαριασμού στα μέλη του[2]. Πρόσθετα,η επιστροφή των εισφορών σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους που δικαιώθηκαν ή θα δικαιωθούν μηνιαίας επικούρησης, θα παραβίαζε εμμέσως τη διάταξη του άρθρου 62, παρ. 3 του ν. 3371/05 που προβλέπει ότι σε περίπτωση διάλυσης αλληλοβοηθητικού ταμείου ή κλάδου επικουρικής ασφάλισης, που εντάχθηκε στο ΕΤΑΤ, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλων προσώπων. Πιο συγκεκριμένα, ακόμη κι αν η επιστροφή των ασφαλιστικών εισφορών δεν ήταν παράνομη, θα χρωματιζόταν αρνητικά από το σκοπό που θα εξυπηρετούσε η πραγματοποίησή της, που είναι η αποφυγή περιέλευσης των αποθεματικών στο ΕΤΑΤ.

Η αντίθετη άποψη υπέρ της δυνατότητας επιστροφής των ασφαλιστικών εισφορών στηρίζεται στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14 του Κανονισμού, ότι δηλαδή οι ασφαλισμένοι έχουν δικαίωμα επιστροφής των εισφορών, επειδή δεν θα συνταξιοδοτηθούν από τον ΕΛΕΜ, αλλά από το ΕΤΑΤ (νυν ΕΤΕΑ). Τονίζεται το τυπικό γεγονός του ασφαλιστικού φορέα καταβολής της σύνταξης, ενώ παραβλέπεται το ουσιαστικό στοιχείο της διαδρομής του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης. Η άποψη αυτή έρχεται, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, σε ευθεία αντίθεση με την υπεισέλευση του ΕΤΑΤ στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του ΕΛΕΜ. Ανεξάρτητα από την τύχη της σύμβασης εργασίας με την πρώην ΑΤΕ, οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΕΛΕΜ δεν διέκοψαν τον ασφαλιστικό τους δεσμό με τον φορέα επικουρικής τους ασφάλισης. Απλώς στη θέση του ΕΛΕΜ υπεισήλθε εκ του νόμου το ΕΤΑΤ και μετέπειτα το ΕΤΕΑ ως καθολικός του διάδοχος. Όπως το επεσήμανε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (2199/10), οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι δεν θα στερηθούν της συνταξιοδοτικής παροχής, αλλά θα συνεχίσουν να την λαμβάνουν από το ΕΤΑΤ. Η υποχρεωτική έννομη σχέση επικουρικής ασφάλισης παραμένει η ίδια, γεγονός που απομακρύνει και τη δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων διαδοχικής ασφάλισης.

Άλλωστε, η υπεισέλευση του ΕΤΑΤ (ΕΤΕΑ) στις ασφαλιστικές υποθέσεις του ΕΛΕΜ προκύπτει και από το άρθρο 62, παρ. 6 ν. 3371/05 στο οποίο παραπέμπει ο ν. 3522/06 (άρθρο 38, παρ. 2) για την ένταξη του Λογαριασμού στο Ταμείο αυτό. Σύμφωνα με αυτό, «αν δεν αποφασισθεί η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης των ανωτέρω ταμείων ή ενώσεων προσώπων ή ειδικών λογαριασμών με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και προκύψουν δικαστικές αντιδικίες μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει, το ΕΤΑΤ, με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου, που υποβάλλεται στο Διοικητικό του Συμβούλιο μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη των δικαστικών διενέξεων, αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων …». Η διάταξη αυτή που κρίθηκε συνταγματική από την Ολομ. του ΣτΕ (2199/10), καθιστά, κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό, βέβαιο ποιος φορέας θα διαχειρίζεται την όλη ασφαλιστική σχέση, δηλαδή θα εισπράττει εισφορές και θα απονέμει συντάξεις. Τα ζητήματα που υπόκεινται σε διεκπεραίωση και διαχείριση, αποτελούν το βασικό περιεχόμενο της ασφαλιστικής σχέσης μεταξύ του οικείου επικουρικού ταμείου (ΕΛΕΜ) και των ασφαλισμένων του[3].

Από 1.3.2013 εντάσσονται στο ΕΤΕΑ όλοι οι ασφαλισμένοι των ταμείων που έχουν ενταχθεί στο ΕΤΑΤ, καθώς και οι συνταξιούχοι επικουρικής σύνταξης του ΕΤΑΤ,ανάμεσά τους και οι συνταξιούχοι της πρώην Αγροτικής Τράπεζας (ΕΛΕΜ) (άρθρο 36 του ν. 4052/12, άρθρου 12 ΠΝΠ της 31.12.2012). Το ΕΤΑΤ εξακολουθεί να λειτουργεί ως αυτοτελές ΝΠΔΔ, προκειμένου να χορηγεί τις επιπλέον παροχές που προβλέπονται στο άρθρο 61 του ν. 3371 και το ΠΔ 209/06[4]. Να σημειώσουμε δε ότι έτι αυστηρότερος είναι ο Κανονισμός ασφάλισης και παροχών του ΕΤΕΑ. Κατά το άρθρο 12 του Κανονισμού, ασφαλιστικές εισφορές που καταβλήθηκαν εξαιτίας της καθοιονδήποτε λόγο υπαγωγής στην ασφάλιση του ΕΤΕΑ δεν επιστρέφονται.

ΙΙ. Το ΕΤΑΤ (νυν ΕΤΕΑ) έχει υπεισέλθει εκ του νόμου στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του ΕΛΕΜ

Η υπεισέλευση του ΕΤΑΤ στις υποχρεώσεις του ΕΛΕΜ προκύπτει από το νόμο, καθώς και από την ίδια τη νομοθετική φυσιογνωμία του ΕΤΑΤ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 38, παρ. 2 ν. 3522/06, από 1.1.2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρισης Μελών Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (ΕΛΕΜ), που έχει συσταθεί στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/05 και οι διατάξεις του Π.Δ. 209/06.

Η οικονομική επιβάρυνση του ΕΤΑΤ και του ΕΤΕΑΜ από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3371/2005 και του παρόντος άρθρου καλύπτεται, πέραν των προβλεπόμενων από τις καταστατικές διατάξεις του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορών εργαζομένου και εργοδότη, από την καταβολή από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. του ποσού των τριακοσίων ογδόντα εκατομμυρίων (380.000.000) ευρώ. Από το ποσό αυτό τα διακόσια ογδόντα εκατομμύρια (280.000.000) ευρώ καταβάλλονται εντός του μηνός Ιανουαρίου 2007 και το υπόλοιπο ποσό, σαν έκτακτη εισφορά, των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ καταβάλλεται σε 10 ισόποσες ετήσιες δόσεις στην αρχή κάθε έτους. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Καταστατικού του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορά της ΑΤΕ μειώνεται σταδιακά και ισόποσα από 9% σε 7,5% εντός τριών (3) ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007. Με τα παραπάνω ποσά των έκτακτων εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΑΤ – ΕΤΕΑΜ εξαντλείται η υποχρέωση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος για κάλυψη επιπλέον εισφορών ή παροχών προς τα Ταμεία αυτά που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Ειδικότερα, ο ν. 3371/05 «Θέματα κεφαλαιαγοράς, ασφαλιστικό Τραπεζ/λων, κλπ» ρύθμισε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (κυρίως επικουρικής) του προσωπικού των Τραπεζών. Πέραν από την υπαγωγή των τραπεζοϋπαλλήλων στην επικουρική ασφάλιση του γενικού φορέα ΕΤΕΑΜ, δημιούργησε ένα νέο ταμείο, το ΕΤΑΤ (Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων), προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό των γεγενημένων δικαιωμάτων (των συντάξεων) και των «ώριμων» προσδοκιών.

Με τον ν. 3371/05, η επικουρική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων πέρασε από μια ιδιωτική μορφή -καθ’ υποκατάσταση της δημόσιας-,  στη σφαίρα της δημόσιας (ασφάλισης). Το πέρασμα αυτό έγινε με παράλληλη προσπάθεια διατήρησης του επιπέδου των επικουρικών συντάξεων για τους παλαιότερους ασφαλισμένους. Η «έξοδος» από τα οικεία επικουρικά ταμεία συνδυάστηκε με την παρεμβολή ενός νέου Ταμείου (ΝΠΔΔ), του ΕΤΑΤ, για να μη θιγεί η ωφέλεια που προέκυπτε για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 από τις καταστατικές διατάξεις των οικείων ταμείων τους. Ωστόσο, αυτό συνέβη στην αρχή, γιατί μεταγενέστερα, όπως θα αναφερθεί πιο κάτω, οι συντάξεις που χορηγούνται από το ΕΤΑΤ υπέστησαν αλλεπάλληλες μειώσεις.

     Σύμφωνα με το άρθρο 61 του ν. 3371/05, σκοπός του ΕΤΑΤ είναι : α) Η καταβολή της διαφοράς των ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της σύνταξης βάσει των καταστατικών διατάξεων του ΕΤΕΑΜ και των καταστατικών διατάξεων των οικείων επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992, β) Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται. Η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε συστήματα προσυνταξιοδότησης που χορηγούνται στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των οικείων καταστατικών και κανονισμών παροχών από τα ταμεία ή κλάδους ή λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και έως της συμπληρώσεως των αντίστοιχων προϋποθέσεων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ, γ) Η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους από 1.1.1993 στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την υπαγωγή στο ΕΤΑΤ για το οποίο έχουν καταβάλει επιπλέον πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από τις κατά νόμο προβλεπόμενες του ΕΤΕΑΜ. Οι προϋποθέσεις χορήγησης, ο τρόπος υπολογισμού της παροχής αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση για την εφαρμογή του παρόντος καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης, δ) Η είσπραξη των εισφορών εργαζόμενου και εργοδότη, ε) Η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ΕΤΑΤ, στ) Το ΕΤΑΤ λειτουργεί ως φορέας σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, καθώς και του ΕΤΕΑΜ, ζ) Η παροχή ποσών συντάξεων που προκύπτουν από καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος επικουρικού ταμείου ή κλάδου, σωματειακής μορφής ή ειδικού λογαριασμού ή ένωσης προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο ΕΤΑΤ για την ανωτέρω δευτερεύουσα επικουρική ασφάλισή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και εξαιρείται από την ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ.

Ο νέος ασφαλιστικός φορέας (ΕΤΑΤ) ανέλαβε να καταβάλει τη διαφορά των συντάξεων που θα προέκυπταν από τον υπολογισμό τους με βάση τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ και τον υπολογισμό τους με βάση τις καταστατικές διατάξεις των επικουρικών ταμείων. Αυτό ισχύει για τους ήδη συνταξιούχους και τους ασφαλισμένους στα ταμεία τραπεζοϋπαλλήλων μέχρι 31-12-1992. Για τους ασφαλισμένους από 1-1-1993, για τους οποίους κατά το νομοθέτη δεν ετίθετο ζήτημα ωρίμανσης των προσδοκιών τους (λόγω του σύντομου διανυθέντος χρόνου στην ασφάλιση) προβλέπεται η καταβολή μιας αντισταθμιστικής παροχής (πρόσθετη συνταξιοδοτική παροχή) –για το χρονικό διάστημα από 1-1-1993 μέχρι την υπαγωγή στο ΕΤΑΤ-, εφόσον είχαν καταβάλει στα ταμεία τους εισφορές υψηλότερες από τις προβλεπόμενες από το ΕΤΕΑΜ. Όσον αφορά τους ασφαλισμένους από 1-1-2005, η επικουρική ασφάλιση θα ακολουθούσε εφεξής τους όρους και το επίπεδο προστασίας του ΕΤΕΑΜ.

Έτσι, το ΕΤΑΤ αναδείχθηκε σ’ ένα ιδιόρρυθμο Επικουρικό Ταμείο, που λειτουργεί ως φορέας σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ ενταχθέντων Ταμείων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ. Ο εξαρτημένος χαρακτήρας του προκύπτει κι από το γεγονός ότι δεν χορηγεί παροχές σύμφωνα με δικές του προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, αλλά σύμφωνα με καταστατικές ρυθμίσεις των ενταχθέντων Ταμείων.

Ο μεσολαβητικός του χαρακτήρας απορρέει και από τον τρόπο λειτουργίας του ΕΤΑΤ (Π.Δ. 209/2006 «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων διαχείρισης και διεκπεραίωσης θεμάτων Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης προσωπικού πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων ΕΤΑΤ»). Σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω Π.Δ., «1.α. Ο ασφαλισμένος, ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις για απονομή πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών, υποβάλλει αίτηση στις διοικητικές υπηρεσίες του Ε.Τ.Α.Τ. Η αρμόδια κατά περίπτωση υπηρεσία προβαίνει στη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων και δικαιολογητικών, όπως προβλέπονται από τις καταστατικές διατάξεις του οικείου Ταμείου για τον σχηματισμό φακέλου της υπόθεσης για κάθε ασφαλισμένο. Στη συνέχεια εξετάζει το αίτημα και εισηγείται εγγράφως προς το Δ.Σ. του Ε.Τ.Α.Τ., διατυπώνοντας την άποψή της. 4. Οι εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και οι παροχές είναι οι προβλεπόμενες από τις καταστατικές διατάξεις των επιμέρους Ταμείων και από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.  5. Για θέματα που αφορούν την έναρξη, λήξη και αναστολή καταβολής της σύνταξης, καθώς και παραγραφής των απαιτήσεων εφαρμόζονται οι καταστατικές διατάξεις των Ταμείων».

Είναι εν μέρει ορθό ότι το ΕΤΑΤ αποτελεί φορέα επικουρικής ασφάλισης, αφού οι παροχές του συμπληρώνουν κι αυτές (κατ’ αποτέλεσμα) τις κύριες συντάξεις. Ωστόσο, επεμβαίνει δευτερευόντως, για να συμπληρώσει τις (βασικές) επικουρικές συντάξεις που χορηγούνται στο προσληφθέν μέχρι 31.12.1992 προσωπικό των Τραπεζών από το γενικό φορέα ΕΤΕΑΜ. Για να εκτιμήσουμε ορθά τη φυσιογνωμία του, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το ΕΤΑΤ προσδιορίζεται όχι σε σχέση με την κύρια ασφάλιση, αλλά πρωτευόντως με αναφορά στην επικουρική. Οι (ειδικές) συντάξεις ΕΤΑΤ συμπληρώνουν τις επικουρικές συντάξεις, έχοντας ένα παρεπόμενο σε σχέση με αυτές χαρακτήρα.

     Για την ακρίβεια, το ΕΤΑΤ χορηγεί «ειδικά δικαιώματα επικουρικής ασφάλισης» σ’ ένα κλειστό σύνολο ασφαλισμένων[5]. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα σε συνταξιοδοτικά δικαιώματα που παρέχουν αυτοτελείς ασφαλιστικοί φορείς –εν προκειμένω το ΕΛΕΜ- και τα γενικώς ισχύοντα δικαιώματα επικουρικής ασφάλισης (ΕΤΕΑΜ). Όπως, άλλωστε, αναφέρει το άρθρο 63 ν. 3371/05 κατά τρόπο ρητό, το ΕΤΑΤ ικανοποιεί ειδικά δικαιώματα πρόσθετης επικουρικής ασφάλισης.

     Από 1.3.2013 εντάσσονται στο ΕΤΕΑ όλοι οι ασφαλισμένοι των ταμείων που έχουν ενταχθεί στο ΕΤΑΤ, καθώς και οι συνταξιούχοι επικουρικής σύνταξης του ΕΤΑΤ, ανάμεσά τους οι συνταξιούχοι της πρώην Αγροτικής Τράπεζας (ΕΛΕΜ) (άρθρο 36 του ν. 4052/12, άρθρου 12 ΠΝΠ της 31.12.2012). Το ΕΤΕΑ εμφανίζεται ως καθολικός διάδοχος του ΕΤΑΤ[6].

ΙΙΙ. Η επιστροφή των εισφορών δεν συμπορεύεται με τη φυσιογνωμία του Λογαριασμού (ΕΛΕΜ) ως ιδιωτικού φορέα καθ’ υποκατάσταση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης

Να προσθέσουμε ότι έχουν διατυπωθεί σοβαρές αντιρρήσεις ως προς τη νομιμότητα της καταστατικής αναγνώρισης δυνατότητας σε μέλη σωματείων επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης να ζητούν επιστροφή των ασφαλιστικών τους εισφορών. Διευκρινίζεται ότι έτσι κλονίζεται η λειτουργία των συστημάτων στα οποία ισχύει το διανεμητικό σύστημα (Κ. Κρεμαλή, Ιδιωτικοί φορείς κοινωνικής ασφάλισης, Συνήγορος 2000, σελ. 88). Όταν τα συστήματα, όπως αυτό του ΕΛΕΜ, είναι προκαθορισμένων παροχών, εκπληρώνουν το σκοπό τους, χορηγώντας την «υπεσχημένη» σύνταξη. Αντίθετα, τα συστήματα προκαθορισμένων εισφορών, όπου υπάρχουν ατομικοί αποχωρισμένοι κεφαλαιοποιητικοί λογαριασμοί για τα επιμέρους μέλη (funded system), επιστρέφουν, κατά κανόνα, το συσσωρευμένο κεφάλαιο των εισφορών, όπως εν τω μεταξύ έχει αξιοποιηθεί.

Τις σοβαρές του ενστάσεις για την επιστροφή των εισφορών έχει εγείρει και ο Γ. Ψηλός που καταλήγει ότι η πρόβλεψή της είναι ενάντια –ευτελίζει, κατά τον συγγραφέα- στο θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης. Το επιστρεφόμενο ποσό των εισφορών, όπου προβλέπεται επιστροφή θεωρείται ως ασφαλιστική παροχή (ΣτΕ 701/84). Άμεση συνέπεια της επιστροφής αυτής είναι η διαγραφή από το Ταμείο του χρόνου ασφάλισης στο οποίο αντιστοιχεί σε αυτήν (Σχόλιο του Γ. Ψηλού στην απόφ. Α.Π. 1466/99, ΔΕΝ 2000, σελ. 442 επ.). Ακόμη, με την επιστροφή των εισφορών πριν από την κρίση της θεμελίωσης ή όχι δικαιώματος σε σύνταξη, δηλαδή πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου(γήρατος, αναπηρίας, θανάτου), ματαιώνεται ο θεσμός της διαδοχικής ασφάλισης.

Από την πλευρά μας, να επισημάνουμε ότι η επιστροφή των εισφορών είναι ικανή να αναιρέσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της επικουρικής ασφάλισης. Η δυνατότητα αναζήτησης των εισφορών πριν από τη συνταξιοδότηση καθιστά την υπαγωγή στην επικουρική ασφάλιση προαιρετική. Σ’ ένα διανεμητικό σύστημα, αν μπορώ να ζητήσω την επιστροφή των εισφορών που κατέβαλα, σημαίνει ότι δύναμαι να αναιρέσω εκ των υστέρων τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της υπαγωγής. Η επικουρική ασφάλιση αναπτύχθηκε, κάτω από τις επιταγές του άρθρου 22, παρ. 5 Συντ/τος ως υποχρεωτικός θεσμός (ΣτΕ Ολομ. 5024/87).

Με τους δημόσιους φορείς εξομοιώθηκαν, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΣτΕ, αλλά και του Α.Π., οι ιδιωτικοί ασφαλιστικοί οργανισμοί, όπως ο ΕΛΕΜ, τους οποίους ο νομοθέτης αντιμετώπισε ως ομολόγους προς τους φορείς της δημόσιας υποχρεωτικής (επικουρικής) κοινωνικής ασφάλισης[7]. Η νομολογία έκρινε, κατά τρόπο σταθερό, ότι οι ιδιωτικοί φορείς κοινωνικής ασφάλισης (αλληλοβοηθητικά ταμεία), όπως λ.χ. ήταν οι φορείς επικουρικής ασφάλισης τραπεζοϋπαλλήλων, υποκαθιστούσαν αντίστοιχους δημόσιους φορείς στον χώρο της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης[8]. Κι αυτό συνέβαινε γιατί ο νομοθέτης επέτρεπε στα πρόσωπα που υπαγόντουσαν στα ταμεία αυτά, να εξαιρούνται από την υποχρεωτική, δημόσια ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ (πρώην ΙΚΑ-ΤΕΑΜ) (άρθρο 3 παρ. 1 ν. 997/79, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18, παρ. 3 ν. 1902/90). Δηλαδή, η εξαίρεση από έναν δημόσιο φορέα και η δυνατότητα υπαγωγής σ’ έναν ιδιωτικό επιδρούσαν στη φύση του δεύτερου.

Εξάλλου, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, οι ασφαλιστικές εισφορές δεν επιστρέφονται, εκτός αν υπάρχει αντίθετη νομοθετική πρόβλεψη. Οι εισφορές που καλύπτουν νόμιμα χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης, δηλαδή δεν κατεβλήθησαν αχρεωστήτως –λ.χ. λόγω μη νόμιμης υπαγωγής στην ασφάλιση-, δεν επιστρέφονται στους καταβάλλοντες, έστω κι αν δεν είναι δυνατή η χορήγηση σε αυτούς ασφαλιστικών παροχών. Εφόσον οι εισφορές καλύπτουν νομίμως χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης, περιλαμβάνονται μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών φορέων, με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, και δεν επιστρέφονται και όταν ακόμη, κατά περίπτωση, είναι βέβαιο εκ των πραγμάτων ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών, λόγω της μη συγκέντρωσης εκ μέρους των ασφαλισμένων των αναγκαίων προϋποθέσεων[9]Η αρχή αυτή κάμπτεται μόνο όταν υφίσταται ρητή νομοθετική  –ή καταστατική- πρόβλεψη τέτοιας επιστροφής, οπότε το επιστρεφόμενο ποσό θεωρείται κι αυτό ασφαλιστική παροχή[10].

Η μη επιστροφή των εισφορών συνδυάζεται με τη ασφαλιστική φυσιογνωμία του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης. Θεωρείται έκφανση της προστασίας της αναλογιστικής βάσης στην οποία στηρίζεται η οικονομία των ασφαλιστικών οργανισμών. Η προς σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου και εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσης εισφορά δεν εξαρτάται από τη δυνατότητα απόλαυσης παροχής αντιστοίχου προς το ύψος αυτής (της εισφοράς)[11].

Μόνο αν οι εισφορές καταβλήθηκαν παρά την έλλειψη σχετικής υποχρέωσης, επιστρέφονται βάσει ειδικών κατά ασφαλιστικό φορέα διατάξεων ή με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Δηλαδή, η επιστροφή εισφορών είναι δυνατή για καταβολή πέραν των κανονικών ή για καταβολή παρά την έλλειψη σχετικής υποχρέωσης προς ασφάλιση[12].

ΙV. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 14 του Κανονισμού του ΕΛΕΜ, επιστρέφονται μόνο οι εισφορές των ασφαλισμένων

Όπως αναφέραμε, στα μέλη του ΕΛΕΜ που για οποιοδήποτε λόγο δεν δικαιούνται μηνιαία επικούρηση ως και στους δικαιοδόχους τους, επιστρέφονται οι εισφορές που κατέβαλαν οι ασφαλισμένοι υπέρ του Επικουρικού. Προκύπτει, λοιπόν, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 14 ότι ο Κανονισμός θέλησε την επιστροφή μόνο των εισφορών των ασφαλισμένων και όχι της Τράπεζας.

Η προηγούμενη θέση δεν στηρίζεται, ωστόσο, μόνο στη γραμματική ερμηνεία του Καταστατικού, αλλά προσιδιάζει και στο σκοπό του. Μπορεί η υποχρέωση καταβολής εισφορών να εμφανίζεται ως ενιαία, ωστόσο αναλύεται σε δύο χωριστές υποχρεώσεις. Για την ακρίβεια, ο ασφαλισμένος έχει μια καταστατική υποχρέωση ανοχής παρακράτησης από τον εργοδότη ενός τμήματος από το μισθό του υπέρ του ΕΛΕΜ –καταστατική υποχρέωση που υποκαθιστά ουσιαστικά μια δημόσια υποχρέωση για καταβολή εισφοράς υπέρ της επικουρικής ασφάλισης (υπέρ ΕΤΕΑΜ, ΕΤΕΑ). Ο δε εργοδότης φέρει έναντι του Λογαριασμού μια ξεχωριστή υποχρέωση που έχει και διαφορετική νομική βάση (τη συμφωνία μεταξύ της Τραπέζης και του συλλόγου). Όταν ματαιώνεται ο δικαιολογητικός λόγος της καταβολής των εισφορών, λόγω μη θεμελίωσης δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, ματαιώνεται και ο σκοπός της εργοδοτικής εισφοράς. Η τελευταία,λοιπόν,δεν μπορεί να επιστραφεί στον ασφαλισμένο, γιατί καταβαλλόταν από την Τράπεζα αποκλειστικά για τη χορήγηση από τον ΕΛΕΜ μιας μηνιαίας επικούρησης και όχι γενικά για την αύξηση των αποδοχών των ασφαλισμένων.

Η ανωτέρω ερμηνεία συνάδει και με τα διδάγματα του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης. Γενικά, στην ασφάλιση μισθωτών, οι εισφορές επιστρέφονται στον εργοδότη και τον ασφαλισμένο κατά το ποσοστό που βαρύνει έκαστον. Στην περίπτωση του Ιδρύματος, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ο ασφαλισμένος δικαιούται εξίσου να στραφεί κατά του ΙΚΑ και να απαιτήσει την απευθείας καταβολή (σε αυτόν) του αναλογούντος σε αυτόν ποσού εισφορών από τις (αχρεωστήτως) εισπραχθείσες εισφορές (άρθρο 27 παρ. 8 Α.Ν. 1846/51). Όταν ο εργοδότης καταβάλλει στο φορέα και την εργατική εισφορά δεν ενεργεί για λογαριασμό του μισθωτού, αλλά αποκλειστικά για δικό του. Όταν όμως ζητάει την επιστροφή εισφορών ενεργεί και για λογαριασμό του μισθωτού κατά το άρθρο 27, παρ. 8 εδ. β’ Α.Ν. 1846/51[13].

ΙV. Τα αποθεματικά του ΕΛΕΜ δεν μπορούν να διανεμηθούν στα πρώην μέλη του ούτε εν λειτουργία ούτε μετά από κατάργησή του

Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νομοθέτης μπορεί να υπαγάγει κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων σε άλλους φορείς, έστω κι αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και μάλιστα, ανεξαρτήτως συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον, όμως, τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται με νόμο ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και ως εκ τούτου καταλείπεται έδαφος να συνεχίσουν τη λειτουργία τους (ΣτΕ 2199/10 Ολομ, ΕΔΔΔΔ 4/2010, σελ. 917). Τα Ταμεία αυτά δεν οδηγούνται σε έμμεση διάλυση με την πιθανή αποψίλωσή τους από τα μέλη τους, λόγω υποχρεωτικής υπαγωγής τους στο ΕΤΑΤ, γιατί τα Ταμεία αυτά μπορούν να εξακολουθήσουν να λειτουργούν συμπληρωματικώς προς την κύρια ή επικουρική κοινωνική ασφάλιση, εφόσον το επιθυμούν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Η προηγούμενη θέση του ΣτΕ ήταν εκείνη που διέσωσε τη συνταγματικότητα του ν. 3371/05 για το ΕΤΑΤ. Με το δεδομένο αυτό θεωρήθηκε από τη νομολογία ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 12 του Συντ/τος ούτε το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Ο ΕΛΕΜ δεν διαλύθηκε με την υπαγωγή των ασφαλισμένων του ΕΛΕΜ στο ΕΤΑΤ και μετέπειτα στο ΕΤΕΑ, αλλά διατήρησε την περιουσιακή του αυτοτέλεια. Εξάλλου, η νομοθετική υπαγωγή των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του ΕΛΕΜ στο ΕΤΑΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τροποποίηση του Καταστατικού του Ταμείου. Άλλωστε, μια τέτοια τροποποίηση του Καταστατικού με κρατική πράξη θα ήταν ασυμβίβαστη με το Σύνταγμα. Το άρθρο 12, παρ. 1 – 3 του Συντ/τος θεωρεί συνυφασμένο με την ελευθερία της σύστασης ένωσης τον καθορισμό της φυσιογνωμίας του Ταμείου και ειδικότερα του σκοπού και του καταστατικού του (Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η εκδ., Αθήνα, 2006, σελ. 494) από τα ίδια τα μέλη του.

Ο ΕΛΕΜ ως ειδικός Λογαριασμός του Ταμείου Υγείας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος δεν έχει δική του νομική προσωπικότητα[14]. Διέπεται από το Καταστατικό του ΤΥΠΑΤΕ, καθώς και από το σχετικό Κανονισμό παροχών. Το ΤΥΠΑΤΕ που είναι ιδιωτικός ασφαλιστικός οργανισμός, έχει τη νομική μορφή αλληλοβοηθητικού ταμείου με σωματειακή δομή. Πιο συγκεκριμένα, ο ΕΛΕΜ αποτελεί σύνολο περιουσίας, η οποία δεν αναμειγνύεται με την υπόλοιπη περιουσία ΤΥΠΑΤΕ. Ως ειδικός Λογαριασμός στερείται εξωτερικής υπόστασης και αποκτά οντότητα μόνο στο εσωτερικό του ΤΥΠΑΤΕ. Εν ολίγοις, ο ΕΛΕΜ δεν μπορεί να αποβάλλει τον παρακολουθηματικό του χαρακτήρα. Δεν μπορεί να ακολουθήσει ξεχωριστή πορεία, χωρίς την καθοριστική επίδραση του Καταστατικού του ΤΥΠΑΤΕ.

Το άρθρο 3 του Καταστατικού ΤΥΠΑΤΕ προβλέπει ότι «η παροχή μηνιαίας επικούρησης ή άλλων οικονομικών βοηθημάτων από Ειδικό Λογαριασμό που δημιουργείται για το σκοπό αυτό με τον τίτλο ΕΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΜΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΜΕΛΩΝ (ΕΛΕΜ)…». Με την τροποποίηση του Κανονισμού του ΕΛΕΜ, βέβαια υπό τους όρους του Καταστατικού του ΤΥΠΑΤΕ (άρθρο 3), είναι δυνατή η χορήγηση άλλων οικονομικών βοηθημάτων.

Πάντως, η κατάργηση του Λογαριασμού δεν είναι δυνατή χωρίς τροποποίηση του Καταστατικού του ΤΥΠΑΤΕ. Επειδή η κατάργηση του ΕΛΕΜ αποτελεί κατά βάση μεταβολή του σκοπού σωματείου ΤΥΠΑΤΕ, απαιτείται για την εγκυρότητά της η τήρηση του άρθρου 100 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να συναινέσουν όλα ανεξαιρέτως τα μέλη αυτού[15].

Ακόμη, η κατάργηση του ΕΛΕΜ ισοδυναμεί με διάλυση εντασσόμενου κλάδου επικουρικής ασφάλισης κι επομένως η περιουσία του θα περιέλθει εκ του νόμου στο ΕΤΑΤ (ΕΤΕΑ). Κατά το άρθρο 62, παρ. 3 του ν. 3371/05, σε περίπτωση της διάλυσης των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης των ταμείων, που λειτουργούν ως ΝΠΙΔ σωματειακής μορφής ή ειδικό λογαριασμό ή ένωση προσώπων, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλων προσώπων (άρθρο 62 παρ. 3).

Τα αποθεματικά του ΕΛΕΜ δεν μπορούν διανεμηθούν στα μέλη του, ούτε εν λειτουργία ούτε μετά από κατάργηση του Λογαριασμού. Μπορεί, όμως, με ανάλογη τροποποίηση του Καταστατικού ΤΥΠΑΤΕ και του οικείου Κανονισμού, ο ΕΛΕΜ να λειτουργήσει συμπληρωματικώς, παρέχοντας μια άλλη παροχή ή οικονομική βοήθεια. Για τη λειτουργία του Λογαριασμού προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται η οργάνωσή του πάνω σε καθαρά συμπληρωματική βάση, με απόλυτο σεβασμό απέναντι στα αναλογιστικά δεδομένα.

V. Η επιστροφή των εισφορών κατά το άρθρο 14 του Κανονισμού μπορεί να επηρεάσει τη λήψη της επικουρικής σύνταξης

Η θεμελίωση δικαιώματος σε μηνιαία επικούρηση από το Λογαριασμό εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών. Αυτό προκύπτει από το Κανονισμό που καθιερώνει μια (σχετική) «ανταποδοτικότητα» των παροχών.  Αναστρέφοντας τον συλλογισμό, η επιστροφή των ασφαλιστικών εισφορών επηρεάζει αρνητικά τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Ειδικότερα, άμεση συνέπεια της επιστροφής αυτής θα είναι η διαγραφή από το Λογαριασμό του χρόνου ασφάλισης ο οποίος αντιστοιχεί στις περιόδους καταβολής των εισφορών (Σχόλιο του Γ. Ψηλού στην απόφ. Α.Π. 1466/99, ΔΕΝ 2000, σελ. 442 επ.). Από την πλευρά του, το ΕΤΑΤ (νυν ΕΤΕΑ) και το ΕΤΕΑΜ δεν θα μπορούν να λάβουν υπόψη τους, για τη χορήγηση των προβλεπόμενων παροχών, το χρόνο ασφάλισης του ΕΛΕΜ, που έχει διαγραφεί.

Όπως προβλέπει ο ν. 3371/05, το ΕΤΕΑΜ χορηγεί στους υπαχθέντες σε αυτό τραπεζοϋπαλλήλους τις επικουρικές συντάξεις που προβλέπει η νομοθεσία του, λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο ασφάλισης που έχουν πραγματοποιήσει στα οικεία επικουρικά ταμεία. Κατά τους όρους του άρθρου 58 παρ. 3, ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε ή αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ. Βασικός σκοπός του ΕΤΑΤ είναι η καταβολή της διαφοράς των ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της σύνταξης βάσει των καταστατικών διατάξεων ΕΤΕΑΜ και των καταστατικών διατάξεων των οικείων επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 (άρθρο 61).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1. Από το άρθρο 14 Κανονισμού του ΕΛΕΜ δεν προκύπτει ότι οι συνταξιούχοι έχουν δικαίωμα επιστροφής των εισφορών, αφού δικαιώθηκαν σύνταξης, όσον αφορά δε τους ασφαλισμένους, θα πρέπει να διερευνηθεί αν θα αποκτήσουν δικαίωμα σε σύνταξη από τον ΕΛΕΜ ή από άλλο φορέα, όπως εν προκειμένω το ΕΤΑΤ, ο οποίος θα υπεισέλθει στις υποχρεώσεις του εν λόγω Λογαριασμού.

2. Η υπεισέλευση του ΕΤΑΤ(νυν ΕΤΕΑ) στις υποχρεώσεις του ΕΛΕΜ προκύπτει από το νόμο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 38 παρ. 2 ν. 3522/06 και 62, παρ. 6 ν. 3371/05, καθώς και από την ίδια τη νομοθετική φυσιογνωμία του ΕΤΑΤ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 38, παρ. 2 του ν. 3522/06, από 1.1.2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρισης Μελών Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (ΕΛΕΜ), που έχει συσταθεί στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΤΥΠΑΤΕ), υπήχθησαν υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ, νυν ΕΤΕΑ).

3. Η επιστροφή των ασφαλιστικών εισφορών στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του ΕΛΕΜ δεν συμπορεύεται με την ίδια τη φυσιογνωμία του Λογαριασμού (ΕΛΕΜ) ως ιδιωτικού φορέα καθ’ υποκατάσταση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης.

4. Στα μέλη του Λογαριασμού που για οποιοδήποτε λόγο δεν δικαιούνται μηνιαία επικούρηση ως και στους δικαιοδόχους τους, επιστρέφονται οι εισφορές που κατέβαλαν οι ασφαλισμένοι υπέρ του Επικουρικού. Προκύπτει τόσο από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 14 όσο και από την τελολογική του ερμηνεία ότι ο Κανονισμός θέλησε την επιστροφή μόνο των εισφορών των ασφαλισμένων και όχι της Τράπεζας.

 5. Τα αποθεματικά του ΕΛΕΜ δεν μπορούν διανεμηθούν στα μέλη του, ούτε εν λειτουργία ούτε μετά από κατάργησή του. Μπορεί, όμως, με ανάλογη τροποποίηση του Καταστατικού του ΤΥΠΑΤΕ και του οικείου Κανονισμού, ο ΕΛΕΜ να λειτουργήσει συμπληρωματικώς, παρέχοντας μια άλλη παροχή ή οικονομική βοήθεια. Για τη λειτουργία του Λογαριασμού προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται η οργάνωσή του πάνω σε καθαρά συμπληρωματική βάση και με απόλυτο σεβασμό απέναντι στα αναλογιστικά δεδομένα.

6. Άμεση συνέπεια της επιστροφής θα είναι η διαγραφή από το Λογαριασμό του χρόνου ασφάλισης ο οποίος αντιστοιχεί στις περιόδους καταβολής των εισφορών. Από την πλευρά του, το ΕΤΑΤ (ΕΤΕΑ) δεν θα μπορεί να λάβει υπόψη του, για τη χορήγηση των προβλεπόμενων παροχών, το χρόνο ασφάλισης του ΕΛΕΜ που έχει διαγραφεί.

 

Θεσσαλονίκη,  19 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Γνωμοδοτών[16] 

Άγγελος Στεργίου

Καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης,

Νομική Σχολή ΑΠΘ


[1] Βλ. Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 2013, σελ. 33 επ., Κ. Κρεμαλή, Η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, 1982, σελ. 109 επ.

[2] Ακόμη και στην περίπτωση της διάλυσης σωματείου, δεν επιτρέπεται η διανομή της περιουσίας του σωματείου στα μέλη του (άρθρο 106 ΑΚ).

[3] Βλ. Ο. Αγγελοπούλου, Η ανάθεση της διαχείρισης των υποθέσεων των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων των ταμείων επικουρικής ασφάλισης τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ, Εφημ ΔΔ 2006, σελ. 466 επ.

[4] Βλ. Εγγρ. ΓΓΚΑ Φ.21250/4231/165/27.3.2013, ΕΔΚΑ 2013, σελ. 493.

[5] Βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ε (2007) 3247, Αξιολόγηση της μεταρρύθμισης του συστήματος επικουρικών συντάξεων του ελληνικού τραπεζικού τομέα υπό το φως των κανόνων της Συνθήκης Ε.Κ. για κρατικές ενισχύσεις, ΕΔΚΑ 2008, σελ. 111.

[6] Βλ. ΣτΕ 1743/14, 542/14, ΝΟΜΟΣ.

[7] Βλ. ΣτΕ 2199/10 Ολομ., ΕΔΔΔΔ 4/2010, σελ. 917.

[8] Βλ. ΣτΕ 2199/10 Ολομ., ΕΔΚΑ 2010, σελ. 1114, ΣτΕ 240/2006 Πρακτικό Συνεδρίασης και Γνωμοδότηση Ολομ., ΕΔΚΑ 2006, 599.

[9] Βλ. Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 2013, σελ. 244 επ., ΣτΕ 3251/96, ΕΔΚΑ 1997, σελ. 142, ΤριμΔιοικ ΠρωτΑθ 4351/92, ΔιΔικ 1994, σελ. 141, ΤριμΔιοικΠρωτΛάρισας 1016/91, ΕΔΚΑ 1992, σελ. 391.

[10] Βλ. ΣτΕ 348/09, ΤριμΔιοικΠρωτΘεσ 4177/96, ΕΔΚΑ 1998, σελ. 128.

[11] Βλ. ΣτΕ 3520/92 Ολομ., ΕΔΚΑ 1993, σελ. 109, ΣτΕ 3519/92 Ολομ., ΕΔΚΑ 1993, σελ. 445, ΤριμΔιοικΠρωτΑθ 13328/97, ΕΔΚΑ 1998, σελ. 345.

[12] Βλ. ΣτΕ 4409/90, ΕΔΚΑ 1991, σελ. 641.

[13] Βλ. Κ. Κρεμαλή, Η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, 1982, σελ. 211.

[14] Βλ. ΕφΑθ 749/00, ΕλλΔνη 2000, σελ. 819.

[15] Βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικώς Κώδιξ, άρθρο 100, Σ. Βλαστού, Δίκαιο σωματείων, συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, 2007, σελ. 135.

[16] Στη σύνταξη της Γνωμοδότης συνέβαλε η Βασιλική Κουζιώρτη, Διδάκτωρ Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.