Τα τελευταία χρόνια, οι εργαζόμενοι στον τραπεζικό τομέα έχουν κληθεί να προσαρμοστούν σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η πρόσφατη αλλαγή στο σύστημα αξιολόγησης, από τριτοβάθμιο σε πενταβάθμιο, ευαγγελιζόταν μεγαλύτερη διαφάνεια και δικαιοσύνη και καλύτερη αποτύπωση της πραγματικής εικόνας. Όμως, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται να διαψεύδει τις προσδοκίες.
Πληροφορίες που έρχονται από πλήθος συναδέλφων, είναι εξαιρετικά ανησυχητικές και αποκαλύπτουν έναν έντονο προβληματισμό, που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Πιο συγκεκριμένα, κάνουν λόγο για μια διαδικασία που, αντί να ανταμείβει αντικειμενικά την απόδοση, φαίνεται να έχει μετατραπεί σε εργαλείο αποδυνάμωσης των δικαιωμάτων μας.
Κάθε σύστημα αξιολόγησης πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας, της ισότητας, ενώ καθίσταται αποτελεσματικό όταν αποφεύγονται άνωθεν επιρροές. Η καθοδηγούμενη ποσοστιαία κατανομή των βαθμολογιών καταργεί τις παραπάνω αρχές και οδηγεί τους περισσότερους συναδέλφους σε χαμηλές βαθμολογίες (3 και κάτω). Είναι προφανής ο στόχος, ο αποκλεισμός του μεγαλύτερου ποσοστού των εργαζομένων από μπόνους και πιθανές προαγωγές.
Αντί να αξιολογούμαστε δίκαια, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν μηχανισμό ελέγχου που δεν αναγνωρίζει πραγματικά την προσφορά μας ή τουλάχιστον δε δείχνει να το κάνει.
Είναι σαν να αγωνίζεσαι σε έναν στίβο με την υπόσχεση πως η ταχύτητά σου θα καθορίσει τη θέση σου στο βάθρο. Όμως, λίγο πριν τον τερματισμό, κάποιοι αλλάζουν τους κανόνες και αποφασίζουν αυθαίρετα ποιος αξίζει να διακριθεί. Τι είδους αξιολόγηση είναι αυτή, αν δεν μετριέται η πραγματική προσπάθεια;
Αναγνωρίζουμε πως σε κάθε σύστημα μπορεί να υπάρξουν ανθρώπινα λάθη και υπεισέρχεται το υποκειμενικό στοιχείο του αξιολογητή. Ωστόσο, εδώ δε μιλάμε για μεμονωμένα περιστατικά, αλλά για μια γενικευμένη κατάσταση, που τουλάχιστον δημιουργεί αίσθημα αδικίας σε πολλούς συναδέλφους. Γι’ αυτό, καλούμε, όσους θεωρούν ότι έχουν αδικηθεί, να καταθέσουν ένσταση. Ο ΣΕΤΑΠ & η ΔΑΚΕ-ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ θα στηρίξει κάθε συνάδελφο στη διαδικασία αυτή, απαιτώντας διαφάνεια και αντικειμενικότητα.
Επιπλέον, θεωρούμε αυτονόητο ότι κατά την εξέταση των ενστάσεων πρέπει να υπάρχει εκπρόσωπος του συλλόγου του εργαζομένου και όχι του αντιπροσωπευτικού, ώστε να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη βάσει δεοντολογίας και η εκπροσώπηση βάσει του συλλόγου που επέλεξε να ανήκει ο εκάστοτε εργαζόμενος. Επίσης, βάσει του άρθρου 9, το σύστημα αξιολόγησης μπορεί να τροποποιηθεί με τη σύμφωνη γνώμη του αντιπροσωπευτικού συλλόγου και της Διεύθυνσης Προσωπικού. Και ήδη διαφάνηκε ότι χρήζει βελτιώσεων, ώστε να αποτυπώνει πραγματικά την αξία των εργαζομένων και όχι να λειτουργεί με άνωθεν εντολές.
Η αξιοκρατία δεν είναι πολυτέλεια, είναι θεμέλιο ενός υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος. Δεν θα αφήσουμε τις αδικίες να περάσουν απαρατήρητες. Η φωνή μας είναι η δύναμή μας.